- αναπωμαστήρας
- (-ήρ, -ήρος), οεργαλείο με το οποίο αφαιρούμε το πώμα από κάτι, αλλ. τιρμπουσόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωμάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον ταγματάρχη Γρηγ. Χαντσερή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπωμάζω — ἀναπωμάζω (Α) σηκώνω και βγάζω το πώμα, ξεβουλλώνω, ξεταπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + πωμάζω «σκεπάζω με πώμα, βουλλώνω». ΠΑΡ. νεοελλ. αναπωμαστήρας ( ήρ)] … Dictionary of Greek